αποσφράγισμα
Greek Monolingual
το (Α ἀποσφράγισμα)
νεοελλ.
αποσφράγιση
αρχ.
1. αποτύπωμα σφραγίδας
2. η ίδια η σφραγίδα
3. σφραγισμένο αντίγραφο.
το (Α ἀποσφράγισμα)
νεοελλ.
αποσφράγιση
αρχ.
1. αποτύπωμα σφραγίδας
2. η ίδια η σφραγίδα
3. σφραγισμένο αντίγραφο.