(Α ἀποτρίβω)1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή2. καθαρίζω τρίβονταςνεοελλ.1. τελειώνω το τρίψιμο2. κάνω εντριβές3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθηαρχ.Ι. εξαλείφω, εξαφανίζωII. (-ομαι)1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι2. αποκρούω, δεν δέχομαι.