τομέρος όπου οι άνθρωποι αποβάλλουν τις ακαθαρσίες τους, ο απόπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχωρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].