Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απόπατος

From LSJ

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόπατος)
αφοδευτήριο, αποχωρητήριο
αρχ.
αποπάτημα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ (-έω), με υποχωρητικό σχηματισμό].