απόλεμος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπόλεμος, -ον)
όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει
νεοελλ.
ακατάλληλος για πόλεμο
αρχ.
1. ειρηνόφιλος
2. αήττητος, ακαταμάχητος.
-η, -ο (AM ἀπόλεμος, -ον)
όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει
νεοελλ.
ακατάλληλος για πόλεμο
αρχ.
1. ειρηνόφιλος
2. αήττητος, ακαταμάχητος.