ειρηνόφιλος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek Monolingual
-ο
αυτός που αγαπά την ειρήνη και ενεργεί για την αποκατάσταση ή τη διαφύλαξή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Νικόλ. Ι. Σαρίπολο].