απόσπαση

Greek Monolingual

η (Α ἀπόσπασις)
αποκοπή, αποχωρισμός
νεοελλ.
προσωρινή τοποθέτηση υπαλλήλου ή στρατιωτικού από την οργανική του θέση σε άλλη.