αραίος

Greek Monolingual

ἀραῖος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) αρά
1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν
2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες
3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος.