αραιότητα
Greek Monolingual
η (Α ἀραιότης)
1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα
2. σπανιότητα, σποραδικότητα.
η (Α ἀραιότης)
1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα
2. σπανιότητα, σποραδικότητα.