ἀργαλέος, -α κ. -η, -ον (AM)1. οδυνηρός, επίπονος2. ενοχλητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλγάλεος (< άλγος) με ανομοίωση. Ο τ. απαντά κυρίως στο έπος χρησιμοποιούμενος για πρόσωπα, ενώ είναι σπανιότερος στην τραγωδία και στον πεζό λόγο].