αργυρογνώμων

Greek Monolingual

ἀργυρογνώμων (-ονος) ο, η (Α)
αυτός που δοκιμάζει τον άργυρο και μπορεί να διακρίνει τα γνήσια νομίσματα από τα κίβδηλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + γνώμων < γιγνώσκω «γνωρίζω, διακρίνω»].