το (Α ἀργύρωμο) αργυρώνεοελλ.1. ασήμωμα, επαργύρωση2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσηςαρχ.συνήθως στον πληθ. (-ματα)τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά.