αριστερότης

Greek Monolingual

η
1. η αριστεροχειρία
2. η ιδιότητα του αριστερού (ως προς την πολιτική του τοποθέτηση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία (1) από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].