Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αρκούδι
Greek Monolingual
το (Μ ἀρκούδιον και ἀρκούδιν) 1. η μικρή αρκούδα 2. (χωρίςένδειξη υποκορισμού) η αρκούδα (παροιμ., «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» — ο πεινασμένος δεν έχει εύθυμη διάθεση). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του μτγν. άρκος].