αρμονικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁρμονικός, -ή, -όν) αρμονία
νεοελλ.
1. ο κανονικός, αυτός που έχει σωστές αναλογίες
2. ο χωρίς παραφωνίες, αυτός που γίνεται με ομόνοια και κατανόηση («αρμονική συμβίωση, συνύπαρξη»)
αρχ.
1. ο μουσικός, ο σύμφωνος με τους νόμους της μουσικής
2. εκείνος που φέρνει αρμονία.