αρνησίδοξος

Greek Monolingual

-ο
αυτός που αποκηρύσσει πεποιθήσεις ή γνώμες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρνηση (-ις) + -δοξος < δόξα «γνώμη, εικασία». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].