αρνησικυρία

Greek Monolingual

η
το έννομο δικαίωμα άρνησης της εγκυρότητας του νόμου από τον αρχηγό του κράτους, η άρνηση επικύρωσης ή έγκρισης μιας απόφασης ή πρότασης, το βέτο (διεθνής όρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις (-η) + κυρία «εξουσία, δύναμη, κυριαρχία» < κύριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].