αρτιότητα

Greek Monolingual

η (AM ἀρτιότης, -ότητος)
1. η ακεραιότητα, η πληρότητα
2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος].