αρχάριος

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ ἀρχάριος, -α, -ον)
πρωτόπειρος, άπειρος ή αδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + (μσν. κατάλ.) -άριος (βλ. κατάλ. -άρης)].