πρωτόπειρος
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
πρωτόπειρον, (πεῖρα) making the first trial, a novice, of a bride, Theopomp.Com.94; π. τῆς τέχνης Alex.98.4; πάσης κακοπαθείας Plb.1.61.4; less freq. εἴς τι, Ach.Tat.2.37,38; πρός τι An.Ox.3.175.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst erfahrend, den ersten Versuch machend; κακοπαθείας, Pol. 1, 61, 4; τῆς τέχνης ἑταίρα, Alexis bei Ath. XIII, 568 a; selten εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 600.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόπειρος: впервые испытывающий (изведавший) (τῆς κακοπαθείας Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπειρος: -ον, (πεῖρα) ὁ κατὰ πρώτην φορὰν πεῖραν λαμβάνων πράγματός τινος, ἄπειρος, ἐπὶ γυναικὸς ἐκ παρθενίας γεγαμημένης τινί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 32· πρ. τῆς τέχνης Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 4· τῆς κακοπαθείας Πολύβ. 1, 61, 4· σπανιώτερον εἴς τι, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 600· πρός τι Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 175.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόπειρος, -ον, ΝΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά επιχειρεί να κάνει κάτι
2. (κατ' επέκτ.) αδέξιος, ατζαμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πειρος (< πείρα), πρβλ. πολύπειρος].