αρχηγεύω

Greek Monolingual

1. είμαι αρχηγός
2. αναπληρώνω τον αρχηγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].