αρχιναυπηγός

Greek Monolingual

ο
1. ο επικεφαλής των ναυπηγών
2. βαθμός και θέση στο πολεμικό ναυτικό και στη βιομηχανία της ναυπηγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + ναυπηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].