αρχοντοχωριάτης

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα, η)
1. ο χωριάτης άρχοντας, ο πλούσιος χωρικός
2. αυτός που προσπαθεί να φαίνεται άρχοντας αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ταπεινή καταγωγή του.