αρχύτερος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο προγενέστερος
2. επίρρ. αρχύτερα
πιο γρήγορα, νωρίτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + -ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε -υς (πρβλ. βαθύς -βαθύτερος, βαρύς -βαρύτερος, γλυκύς -γλυκύτερος, παχύς -παχύτερος κ.ά.].