πρωτύτερος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν πρώτος
αυτός που βρίσκεται, γίνεται ή συμβαίνει πριν από έναν άλλο, ο προγενέστερος.
επίρρ...
πρωτύτερα Ν
1. πριν, προηγουμένως
2. (μόνον στον Ερωτοκρ.) την πρώτη φορά («πρωτύτερα οντέ τά 'κουγα να μού τά λέσιν άλλοι», Ερωτόκρ.).