αστερωπός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀστερωπός, -όν)
αυτός που έχει άστρα αντί για μάτια, ο έναστρος
αρχ.
αυτός που λάμπει σαν άστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ωπός].