έναστρος

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

-η, -ο και ενάστερος, -η, -ο (Α ἔναστρος, -ον)
ο γεμάτος αστέρια, ο αστροφώτιοτος («έναστρος ουρανός»)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα αστέρια
2. λαμπερός, αστερόφεγγος, φωτεινός («ἔναστροι ἰδέαι»).