ασφυξία

Greek Monolingual

η (Α ἀσφυξία) άσφυκτος
δυσχέρειαδιακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από έλλειψη οξυγόνου και περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα.