περίσσεια

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ περισσεύω
περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «ασθένεια περίσσειας»
(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη στο έδαφος σε πολύ μεγάλη ποσότητα των απαραίτητων για τη διατροφή του χημικών στοιχείων
μσν.-αρχ.
1. φρ. «κατὰ περισσείαν» — κατά πλεονασμό, ως εκ περισσού»
2. κέρδος, όφελος, προαγωγή, πρόοδος, προκοπή («τίς περίσσεια τῷ ἀνθρώπω ἐν μόχθῳ αὐτοῦ ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον», ΠΔ).