ἀτερπής, -ές και ἄτερπος, -ον (Α) τέρπω1. αυτός που δεν παρέχει τέρψη, ο δυσάρεστος2. όποιος δεν απολαμβάνει κάτι ή δεν ευχαριστιέται με κάτι.