ατηρός
Greek Monolingual
ἀτηρός, -ά, -όν (Α)
Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή
2. ολέθριος, καταστρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» — καταστροφή, συμφορά
II. επίρρ. ἀτηρῶς
τρομερά, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός < λύπη, οδυνηρός < οδύνη, τολμηρός < τόλμη κ.ά.)].