ατομικότητα

Greek Monolingual

η
1. το γνώρισμα, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ατόμου, του ενός προσώπου, η προσωπικότητα
2. ανεξαρτησία του χαρακτήρα, αυτοτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Κ. Κούμα].