χαρακτήρας
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
ο / χαρακτήρ, -ῆρος, ΝΜΑ, και χαραχτήρας Ν
1. το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα ενός προσώπου, ζώου ή πράγματος, το χαρακτηριστικό του (α. «και σαν παλιό να έχη το μοναστηριακό του χαρακτήρα», Παπαντ.
β. «κάμηλον... ἔχοντα χαρακτῆρα ἐν τῇ δεξιᾷ σιαγόνι καὶ δεξιῷ μηρῷ», πάπ.)
2. γραμμ. ο τελευταίος φθόγγος του θέματος μιας λέξης
3. (κυρίως στον πληθ.) οι χαρακτήρες
α) τα χαρακτηριστικά του προσώπου (α. «ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκήν και με χαρακτήρας λεπτοτάτους», Παπαδ.
β. «χαρακτῆρες μορφῆς ἐμῆς», επιγρ.)
β) τα σχήματα τών γραμμάτων του αλφαβήτου και, κατ' επέκτ., καθένα από τα γράμματα του αλφαβήτου
4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Χαρακτήρες
τίτλος πραγματείας, ηθικού και ανθρωπογνωστικού περιεχομένου, του Θεοφράστου
νεοελλ.
1. βιολ. α) κάθε γνώρισμα ή ιδιότητα ενός οργανισμού που αποτελεί τη βάση για σύγκριση
β) κάθε γνώρισμα ή χαρακτηριστικό που μεταβιβάζεται από τον γονέα στον απόγονό του
2. (ψυχολ.) σύνολο ιδιοτήτων, κληρονομικών ή επίκτητων, που συντελούν στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου τρόπου σκέψης, δράσης και συμπεριφοράς ενός ατόμου
3. ήθος, σύνολο αρετών (α. «άνθρωπος με χαρακτήρα» β. «κρατάει χαρακτήρα» — έχει σταθερά φρονήματα και, ειρωνικά, είναι πολύ περήφανος)
4. τυπογραφικό στοιχείο
5. καθένα από τα πρόσωπα, από τους ήρωες ενός θεατρικού ή άλλου λογοτεχνικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας («οι περισσότεροι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι συμβατικοί»)
6. φρ. α) «αρωματικός χαρακτήρας»
χημ. το σύνολο τών χαρακτηριστικών ιδιοτήτων τών αρωματικών ενώσεων οι οποίες οφείλονται στον ιδιαίτερο τρόπο σύνδεσης μεταξύ τών ατόμων που συμμετέχουν στον σχηματισμό του δακτυλίου του μορίου τους
β) «γενετικός χαρακτήρας»
βιολ. κληρονομούμενο χαρακτηριστικό το οποίο ελέγχεται από γονίδια που μεταβιβάζονται από τον γεννήτορα στον απόγονο και του οποίου η εκδήλωση συχνά μεταβάλλεται υπό την επίδραση τών περιβαλλοντικών συνθηκών
γ) «γραφικός χαρακτήρας» — βλ. γραφικός
μσν.
απείκασμα («στηθάριον ἀληθινὸν ἔχον τὸν χαρακτῆρα τοῦ αὐτοῦ βασιλέως Ἰουστίνου», Μαλάλ. Ι)
μσν.-αρχ.
έκφραση προσώπου
αρχ.
1. όργανο χάραξης
2. (για πρόσ.) ο χαράκτης
3. σημάδι που γίνεται με χάραξη, εντύπωση ή σφράγιση πάνω σε επιφάνεια νομίσματος ή, γενικά, πάνω σε μια λίθινη, μεταλλική ή ξύλινη επιφάνεια
4. πυρακτωμένο τεμάχιο σιδήρου που φέρει σφραγίδα δηλωτική ιδιοκτησίας
5. σφραγίδα που γίνεται με πυρακτωμένο σίδερο πάνω στο σώμα ζώου
6. νόμισμα με χαραγμένη παράσταση στην επιφάνειά του
7. το ιδιαίτερο ύφος έκφρασης ενός συγγραφέα («εἰσὶ δὲ τέσσαρες οἱ ἁπλοὶ χαρακτῆρες, ἰσχνός, μεγαλοπρεπής, γλαφυρός, δεινός, καὶ λοιπὸν οἱ ἐκ τούτων μιγνύμενοι», Δημήτρ.)
8. απόκρυφο στοιχείο που χρησιμοποιείται ως σύμβολο («τῶν χαρακτήρων ἡ ἀπόρρητος φύσις», Ιουλ.)
9. αποτύπωση («ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ», ΚΔ)
10. (για ρήμα) έγκλιση
11. φρ. α) «χαρακτὴρ γλώσσης» — διάλεκτος (Ηρόδ.)
β) «ὁ Ἑλληνικὸς χαρακτήρ» — η ελληνική γλώσσα (Διον. Αλ.)
γ) «οἱ Σεβάστειοι χαρακτῆρες» — η αυτοκρατορική σφραγίδα και, κατ' επέκτ., ο ίδιος ο αυτοκράτορας επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρακ- του χαράσσω + κατάλ. -τήρ(ας)].