(AM αὐγάζω) αυγή1. ακτινοβολώ, λάμπω2. φωτίζωμσν.- νεοελλ.(για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνωνεοελλ.απρόσ. αυγάζειξημερώνειαρχ.-μσν.διαφωτίζωαρχ.1. διακρίνω, βλέπω καθαρά2. φωτίζω, καταυγάζω3. καθρεφτίζομαι.