Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αυγίτης
Greek Monolingual
ο (Α αὐγίτης) αυγή ορυκτό σκούρο με υελώδη λάμψη (πυριτικό άλας του ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου, τιτανίου και αργιλίου) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2.είδος μανιταριού.