αυγίτης

Greek Monolingual

ο (Α αὐγίτης) αυγή
ορυκτό σκούρο με υελώδη λάμψη (πυριτικό άλας του ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου, τιτανίου και αργιλίου)
νεοελλ.
1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. είδος μανιταριού.