αὐλῳδός, ο (Α)αυτός που τραγουδά με συνοδεία αυλού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ῳδός < ᾴδω (< αείδω) (πρβλ. μελῳδός, τραγῳδός, υμνῳδός κ.ά.)].