Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αυξητικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM αὐξητικός, -ή, -όν) αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση αρχ.-μσν. αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει αρχ. 1.(ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο 2.παραγωγικός.