αὐτώρης, -ες (Α)αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)].