αυτώρης

Greek Monolingual

αὐτώρης, -ες (Α)
αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)].