αυχμώδης

Greek Monolingual

αὐχμώδης, -ες (Α) αυχμός
1. ξερός, άνυδρος
2. βρόμικος, ρυπαρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχμῶδες
η ξηρασία.