αυχμός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α)
1. ξηρασία, ανομβρία
2. έλλειψη, απουσία
3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα
4. (για το ύφος) στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -χμ- (πρβλ. νεοχμός), κατά μία άποψη δε ανάγεται πιθ. σε τ. sauks-mos < sausk-mos (πρβλ. αρχ. ινδ. śuska-) Ο όρος αυχμός απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με σημασία «ξηρασία», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η έννοια «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. αυχμή.
ΠΑΡ. αυχμηρός
αρχ.
αυχμώ, αυχμώδης].