αφού

Greek Monolingual

(σύνδ. χρον. και αιτιολ.)
1. (για το παρελθόν) αμέσως έπειτα από κάτι που συνέβη, από τη στιγμή που...
2. (για το μέλλον) ύστερα από κάτι που θα συμβεί
3. (αιτιολ.) εφόσον, επειδή, μια και
4. (με εναντιωματική σημ.) ενώ, αν και, εφόσον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ' ου < από + ου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας ος) πρβλ. εξ ου].