αφύλαχτος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφύλακτος, -ον) φυλάσσω
αυτός που δεν φυλάγεται ή δεν φρουρείται, απροφύλαχτος
αρχ.
1. (για φρουρούς) αυτός που είναι εκτός φρουράς
2. το ουδ. ως ουσ. έλλειψη προφύλαξης
3. (για πράγματα) αυτό εναντίον του οποίου δεν λαμβάνονται ή δεν μπορούν να ληφθούν προφυλακτικά μέτρα.