αχολογώ

Greek Monolingual

(-άω)
αντηχώ, αντιλαλώ
α) «αχολογάει η θάλασσα»
β) «κι αχολογούν βελάσματα κι αχολογούν κουδούνια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχός «ήχος, βοή» + -λογώ].