και αψόθυμος, -η, -οοξύθυμος, ευέξαπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αψίθυμος < αψύς + θυμός, ενώ ο τ. αψόθυμος, αν δεν είναι απευθείας από το αψός (μεταπλασμένος τ. του αψύς), σχηματίζεται επίσης από το αψίθυμος με το χαρακτηριστικό φωνήεν της συνθέσεως -ο-].