αἰετιαῖος

English (LSJ)

α, ον, (ἀετός IV) belonging to or placed in the pediment, IG1.322 ii 73.

Spanish (DGE)

-α, -ον
perteneciente al frontón, sc. λίθος IG 13.474.180 (V a.C.), ID 104-24.31 (IV a.C.), 500A.42 (III a.C.); cf. ἀετός II 2, ἀέτωμα.

Greek (Liddell-Scott)

αἰετιαῖος: -α, -ον, (ἀετὸς ΙΙΙ.) ἀνήκων εἰς τὸ ἀέτωμα ἢ τεθειμένος ἐν τῷ ἀετώματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλη 2. 73.