αἰνόθρυπτος
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
terriblement mou, efféminé.
Étymologie: αἰνός, θρύπτω.
German (Pape)
sehr verweichlicht, Theocr. 15.27, v.l. οἰνόθρυπτος (?).
Russian (Dvoretsky)
αἰνόθρυπτος: крайне изнеженный (Theocr. - v. l. ἀνιόδρυπτος).
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόθρυπτος: -ον, = ὁ δεινῶς ἐκνενευρισμένος, τρυφηλός, ὀκνηρός, Θέοκρ. 15. 27.
Greek Monotonic
αἰνόθρυπτος: -ον (θρύπτω), ελεεινά αποχαυνωμένος, τρυφηλός, οκνηρός, σε Θεόκρ.