αἰολομίτρης
English (LSJ)
αἰολομίτρου, ὁ,
A with glittering girdle, Il.5.707.
II with variegated mitre or turban, Theoc.17.19.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante, Il.5.707, Q.S.8.111.
2 de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante Theoc.17.19.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
au ceinturon de couleurs variées.
Étymologie: αἰόλος, μίτρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰολομίτρης -ου αἰόλος, μίτρη] als adj. met schitterende gordel; met schitterende haarband.
German (Pape)
mit beweglicher μίτρα; Hom. einmal, Il. 5.707; Qu.Sm. 8.111; Buttmann Lexil. 2.73 ff; Πέρσαι Theocr. 17.19, mit buntem Turban.
Russian (Dvoretsky)
αἰολομίτρης: ου adj. m
1 опоясанный сверкающим или пестрым поясом (Ὀρέσβιος Hom.);
2 (v.l. αἰολόμιτρος) с пестрой митрой на голове (Πέρσαι Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰολομίτρης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην (ἐπειδὴ ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, ἤτοι τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
αἰολομίτρης: -ου, ὁ (μίτρα),
I. αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή ζώνη (επειδή ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη τιάρα (μίτρα), σε Θεόκρ.
Middle Liddell
μίτρα
I. with glancing or glittering girdle (for it was plated with metal), Il.
II. with variegated turban, Theocr.