αἰσχροποιός

English (LSJ)

αἰσχροποιόν, doing foully, E.Med.1346; euphemism for fellator, Machoap.Ath.13.582d.

Spanish (DGE)

-όν
1 que hace cosas indignas de Medea αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων μιαιφόνε E.Med.1346.
2 que hace indecencias ref. a todo tipo de actos sexuales antinaturales, esp. homosexualidad, Sch.Ar.Pl.314d, Gloss.2.221, de una mujer ref. la felación, Macho 407, οἱ αἰ. cierta secta india de ritos obscenos, Epiph.Const.Exp.Fid.10.2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui commet des actions honteuses.
Étymologie: αἰσχρός, ποιέω.

German (Pape)

Schändliches tuend, Eur. Med. 1336; Unzucht treibend, Macho Ath. XIII.582d; vgl. Schol. Ar. Plut. 314.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχροποιός: бесстыдный в своих поступках, не знающий стыда Eur.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροποιός: -όν, αἰσχρὰ πράττων, Εὐρ. Μήδ. 1346· κατ’ εὐφημισ. Λατ. fellator, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582D.

Greek Monolingual

αἰσχροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που διαπράττει αίσχη
2. ο αιδοιολείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. αρχ. αἰσχροποιῶ
μσν.
αἰσχροποιία].

Greek Monotonic

αἰσχροποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ενεργεί πρόστυχα ή με κακοήθεια, σε Ευρ.

Translations