αἰσχυντικός

English (LSJ)

αἰσχυντική, αἰσχυντικόν, provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que da vergüenza αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.in Rh.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas, Et.Gud.355.32S.
subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.Hipp.345.
2 prob. que tiene vergüenza, tímido, Cat.Cod.Astr.11(2).138.22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.

German (Pape)

v.l. für αἰσχυντηλός, Arist. rhet. 2.6.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντικός: постыдный, позорный (αἰσχρὸς καὶ αἰ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.

Greek Monolingual

αἰσχυντικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί αισχύνη, ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντικός: -ή, -όν (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ή επισύρει αισχύνη, επονείδιστος, σε Αριστ.

Middle Liddell

αἰσχύνω
shameful, Arist.