αὐλοδόκη

English (LSJ)

ἡ, flute-case, AP5.205 (Leon.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ estuche para flauta πύξινον AP 5.206 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
étui de flûte.
Étymologie: αὐλός, δέκομαι.

German (Pape)

ἡ, Flötenbehälter, Leon.Tar. 1 (V.206).

Russian (Dvoretsky)

αὐλοδόκη:ящик для свирели Anth.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλοδόκη: ἡ, θήκη αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 5. 206.

Greek Monolingual

αὐλοδόκη, η (Α)
η αυλοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -δόκη < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόκη)].

Greek Monotonic

αὐλοδόκη: ἡ (δέχομαι), θήκη αυλού, σε Ανθ.

Middle Liddell

δέχομαι
a flute-case, Anth.